- επίτροπος
- ο1. αυτός στον οποίο ανατέθηκε η εκτέλεση ορισμένης εντολής (διοικητικής, διαχειριστικής, γνωμοδοτικής κτλ.), επόπτης, φροντιστής: Επίτροπος περιουσίας.2. φρ., «επίτροποι ναού», πρόσωπα που έργο έχουν τη συντήρηση του ναού και τη διαχείριση των εισπράξεων και των δαπανών του.3. φρ., «επίτροπος στρατοδικείου (ή ναυτοδικείου ή αεροδικείου)», αξιωματικός που ασκεί σ' αυτά καθήκοντα εισαγγελέα.4. φρ., «κυβερνητικός επίτροπος», ο αντιπρόσωπος της κυβέρνησης στην Ιερή Σύνοδο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.